-->

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Γιώργος Καπόπουλος : Ανύπαρκτο status quo





Ανύπαρκτο status quo
Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
Η ομιλία Γιούνκερ στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο την Τετάρτη 1η Μαρτίου προκάλεσε αμηχανία και μάλλον πολλαπλασίασε τα ερωτηματικά παρά έδωσε απαντήσεις. Ο επικεφαλής της Κομισιόν, όχι πλέον ως φανατικός φεντεραλιστής όπως τον είχαμε συνηθίσει αλλά ως ψύχραιμος παρατηρητής, παρέθεσε τα πέντε πιθανά σενάρια μετεξέλιξης της ΕΕ των «27» από τον υποβιβασμό στην ενιαία αγορά μέχρι τη φυγή προς τα εμπρός, τη μετάλλαξη δηλαδή της Ένωσης σε Ομοσπονδία.
Η τοποθέτηση Γιούνκερ δεν επιδέχεται παρερμηνείες. Οι «27» δεν έχουν ως πραγματική επιλογή την παραμονή στο σημερινό status quo, η ΕΕ ή θα ενισχυθεί ή θα αποσυντεθεί. Η παρέμβαση Γιούνκερ καθιστά αναγκαία μια μικρή αναδρομή, καθώς το χειρόφρενο, η τροχοπέδη στην περαιτέρω πορεία εμβάθυνσης της ΕΕ προηγήθηκε της κρίσης στην Ευρωζώνη μία πενταετία. Το Μάαστριχ το 1991 προέβλεπε εκτός της ΟΝΕ και σημαντικά βήματα προς την πολιτική ενοποίηση τόσο για την πολιτική πλαισίωση της Ευρωζώνης όσο και για να μπορέσει η τότε ΕΕ των «12» να διαχειριστεί τη μελλοντική διεύρυνση.
Αν σε ό,τι αφορά την ΟΝΕ η Γερμανία δίσταζε, πριν κατοχυρώσει εγγυήσεις και διασφαλίσεις ότι το κοινό νόμισμα θα ήταν ευρωπαϊκή αναγωγή του δυτικογερμανικού μάρκου, ήταν θετική ως προς την πολιτική ενοποίηση: Μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία ως ευρωπαϊκή αναγωγή του δυτικογερμανικού ομοσπονδιακού μοντέλου ταυτιζόταν με τα εθνικά γερμανικά συμφέροντα. Το μεγάλο πρόβλημα με την πολιτική ενοποίηση το είχε η Γαλλία: Δεν ήθελε ομοσπονδιακή μετεξέλιξη, αλλά ενισχυμένη διακυβερνητική συνεργασία, η υλοποίηση της οποίας έπρεπε να προηγηθεί και να είναι προαπαιτούμενο της διεύρυνσης προς Ανατολάς, η οποία για το Παρίσι ταυτιζόταν με την ενίσχυση της θέσης της ενιαίας Γερμανίας.
Από τη μεριά της η Γερμανία, με εξαίρεση το ντοκουμέντο Σόιμπλε-Λάμερς, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Σεπτέμβριο του 1994 και μιλούσε για σκληρό πυρήνα ενισχυμένης συνοχής ανοικτό σε ομοσπονδιακή μετεξέλιξη, απέφυγε μια μετωπική σύγκρουση με τη Γαλλία, δίνοντας προτεραιότητα στους αυστηρούς κανόνες διαχείρισης του μελλοντικού κοινού νομίσματος αλλά και στην επίσπευση της πορείας των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης προς την πλήρη ένταξη. Ετσι φτάσαμε στη Σύνοδο Κορυφής του Αμστερνταμ την άνοιξη του 1997, με μηδενικό σχεδόν αποτέλεσμα στην πολιτική εμβάθυνση της ΕΕ, και την άνοιξη του 2000 στην έναρξη της πορείας προς τη Σύνοδο Κορυφής της Νίκαιας τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς με μινιμαλιστικές προθέσεις και στοχεύσεις της γαλλικής προεδρίας.
Τότε, με πρωτοβουλία της Γερμανίας, με την ομιλία του τότε ΥΠΕΞ Φίσερ στο Βερολίνο στα τέλη Μαΐου, έπεσε η πρόκληση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που ύστερα από κοπιώδεις και ψυχοδραματικές διαβουλεύσεις αποτυπώθηκε ως γαλλογερμανική πρόταση για συνταγματική συνθήκη τον Ιανουάριο του 2003. Δύο χρόνια αργότερα η προσπάθεια ενίσχυσης της πολιτικής συνοχής της ΕΕ με ανοιχτή τη δυνατότητα ομοσπονδιακής μετεξέλιξης ναυάγησε στο «όχι» των δημοψηφισμάτων σε Γαλλία και Ολλανδία, με επόμενη μέρα τη μινιμαλιστική Συνθήκη της Λισαβόνας, που έγινε δεκτή με ικανοποίηση στο Παρίσι και χωρίς αντιρρήσεις από το Βερολίνο.
Είναι ξεκάθαρο ότι η εθνική περιχαράκωση, η άρνηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, η αποφυγή αμοιβαιοποίησης του κινδύνου και της μεταφοράς πόρων που χαρακτηρίζουν την πολιτική του Βερολίνου από το φθινόπωρο του 2008, την επαύριο δηλαδή της έναρξης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, δεν θα ήταν δυνατή αν είχε κατοχυρωθεί η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης στην ΕΕ. Η Γερμανία την επεδίωκε σταθερά μέχρι το 2005 και δεν φέρει την κύρια ευθύνη για τον εγκλωβισμό της ΕΕ σε ένα status quo που, όπως ορθά διαπιστώνει ο Γιούνκερ, δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: