-->

Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Οι Γερμανοί λησμονούν το Σχέδιο Μάρσαλ



Σε καμιά περίπτωση δεν είναι βέβαιο ότι τα δυσβάστακτα, για τους πολλούς Έλληνες, μέτρα της σημερινής κυβέρνησης θα είναι ικανά να αποτρέψουν μια μελλοντική υποτίμηση στη χώρα μας μέσω εξόδου από το ευρώ.

Σε πολλά από τα άρθρα που έχουμε αναρτήσει οι αρθρογράφοι υποστηρίζουν ότι τα μέτρα στήριξης της ελληνικής οικονομίας δεν είναι τίποτε περισσότερο από μέτρα απεγκλωβισμού των δανειστών της Ελλάδος και ελάττωσης του κινδύνου που συνιστά για αυτούς μια υποτίμηση μέσω εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ.

Σήμερα αναρτούμε μια συνέντευξη στην 'ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" της 8.8.2010 του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης στο Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ κ. Χα-Τζουν Τσάνγκ που διατυπώνει μια ανάλογη άποψη.

Όμως αξίζει να διαβάσετε προσεκτικά το άρθρο του γιατί αναφέρετε σε άλλο ένα σοβαρό θέμα. Πως, δηλαδή, και με πια μέσα οι αναπτυγμένες οικονομικά χώρες πέτυχαν την ανάπτυξή τους και πως οι ίδιες στέκονται εμπόδια στην χρήση παρομοίων μέτρων από χώρες που βρίσκονται στο στάδιο της ανάπτυξης.

Νομίζουμε ότι η δήλωση του καθηγητή κ. Χα-Τζουν Τσάνγκ ότι εάν οι ΗΠΑ είχαν συμπεριφερθεί στα 1945 στην Γερμανία όπως συμπεριφέρεται σήμερα το Βερολίνο στην Αθήνα, το "θαύμα του Ρήνου' δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Νομίζουμε ότι η εύστοχη αυτή παρατήρηση τα λέει όλα.

Κων/νος Γραικιώτης


Οι Γερμανοί λησμονούν το Σχέδιο Μάρσαλ

Ο καθηγητής του Κέμπριτζ Χα-Τζουν Τσανγκ τονίζει ότι αρνούνται στην Ελλάδα την πολιτική στην οποία οφείλουν την ανάπτυξή τους

Συνέντευξη στον Γιωργο Kαλπαδακη

Οι βραβευμένες μελέτες του κ. Χα-Τζουν Τσανγκ, καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, στοχεύουν στο να αναδείξουν το χάσμα που χωρίζει τις οικονομικές συνταγές που συνιστώνται στον αναπτυσσόμενο κόσμο, από τις οικονομικές πρακτικές που υιοθέτησαν τα ίδια τα ανεπτυγμένα κράτη όταν βρίσκονταν σε ανάλογο επίπεδο ανάπτυξης. Η ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης, διατείνεται ο κ. Τσανγκ, που οι Financial Times θεωρούν ότι «ασκεί την εποικοδομητικότερη, πιθανά, κριτική στην παγκοσμιοποίηση», δείχνει ότι οι ανεπτυγμένες χώρες τείνουν να «κλωτσούν τη σκάλα» με την οποία ανέβηκαν στην κορυφή, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αναπτυσσόμενες χώρες από τη χάραξη των ίδιων πολιτικών κατευθύνσεων και την ίδρυση των ίδιων θεσμών που οι ίδιες χρησιμοποίησαν για να επιτύχουν υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης. Το 2003, ο κ. Τσανγκ παρέλαβε στο Ρότερνταμ το βραβείο Gunnar Myrdal από την Ευρωπαϊκή Ενωση για την Εξελικτική Πολιτική Οικονομία, για το έργο του «Kicking Away the Ladder», μια συγκριτική ιστορική μελέτη της στρατηγικής της ανάπτυξης. Για το πιο πρόσφατο βιβλίο του, «Bad Samaritans: rich nations, poor policies & the threat to the developing world» (Kακοί Σαμαρείτες: πλούσιες χώρες, φτωχές πολιτικές και η απειλή εναντίον του αναπτυσσόμενου κόσμου), τιμήθηκε στη Βοστώνη με το βραβείο Wassily Leontief για την επέκταση των συνόρων της οικονομικής σκέψης από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Το έργο του κ. Τσανγκ έχουν εξάρει, μεταξύ άλλων, ο επιφανής οικονομολόγος Τσαρλς Κιντλμπέργκερ και ο νομπελίστας Τζόζεφ Στίγκλιτς.

Η Μεγάλη Βρετανία είναι η πρώτη χώρα που πέτυχε χάρις στον προστατευτισμό

– Ποια κοινά στοιχεία εντοπίζετε στην οικονομική πολιτική που βοήθησε κάποτε τις σημαντικότερες ανεπτυγμένες χώρες να επιτύχουν υψηλό επίπεδο ανάπτυξης;

– Προτού πετύχουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης, οι περισσότερες από τις ανεπτυγμένες, σήμερα, χώρες -από τη Βρετανία τον 18ο και πρώιμο 19ο αιώνα, τις ΗΠΑ κατόπιν, τη Γερμανία και τη Σουηδία τον ύστερο 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, μέχρι την Ιαπωνία, τη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Κορέα και την Ταϊβάν τον ύστερο 20ό αιώνα- εφάρμοσαν μέτρα για να προστατεύσουν και να ενισχύσουν τις νεαρές βιομηχανίες τους ενόψει του ξένου προστατευτισμού. Μέτρα όπως ο προστατευτισμός του εμπορίου (δασμοί, ποσοστώσεις, ακόμη και απαγόρευση εισαγωγών), οι επιδοτήσεις, η ρύθμιση των ξένων επενδύσεων (όσον αφορά, λόγου χάρη, την πλειοψηφία στο μετοχικό κεφάλαιο, τη μεταβίβαση, εξαγωγή ή εθνική προμήθεια της τεχνολογίας), η χαλαρή προστασία των πατεντών που ανήκουν σε αλλοδαπούς (και άλλων πνευματικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων) και (σε ορισμένες χώρες) η κρατική ιδιοκτησία των κομβικών βιομηχανιών. Επειδή ακούμε διαρκώς ότι η κυβερνητική παρέμβαση αποτελεί μονόδρομο προς την οικονομική καταστροφή, πολλοί ίσως προβληματιστούν με αυτές τις ιστορικές επισημάνσεις. Ο μόνος λόγος που αυτές μας προβληματίζουν, όμως, είναι επειδή οι οικονομικές θεωρίες στις οποίες έχουν βασιστεί έχουν ξεχαστεί ή και ηθελημένα διαγραφεί από τα χρονικά. Η πρωιμότερη και γνωστότερη από αυτές είναι η θεωρία της λεγόμενης προστασίας της βιομηχανίας στο νηπιακό της στάδιο, την οποία επινόησε ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, ο πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ. Συνοπτικά, η θεωρία αυτή βασίζεται στην ιδέα ότι, όπως ακριβώς τα παιδιά μας δεν τα στέλνουμε να εργασθούν αλλά να εκπαιδευτούν στο σχολείο, έτσι και οι κυβερνήσεις των οικονομικά καθυστερημένων χωρών πρέπει να προστατεύσουν και να ενδυναμώσουν τους νεαρούς τους παραγωγούς, μέσα από επιδοτήσεις, επενδύσεις στις υποδομές και άλλα μέτρα προστασίας. Από την εποχή του Χάμιλτον και ύστερα, οικονομολόγοι όπως ο Φρίντριχ Λιστ, ο Νίκολας Κάλντορ, ο Αλμπερτ Χίρσμαν και πολλοί άλλοι έχουν επεξεργαστεί θεωρίες που εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η οικονομική ανάπτυξη δύναται να επιτευχθεί μέσα από μέτρα που περιορίζουν την ελευθερία της αγοράς.

«Καλά πολιτικά μέτρα»

– Οι χώρες που αναφέρετε, ωστόσο, ανήκουν σήμερα μεταξύ των δυναμικότερων υποστηρικτών του οικονομικού φιλελευθερισμού, που προτάσσει ένα πακέτο «καλών πολιτικών μέτρων» και «καλών θεσμών» έτοιμο για χρήση από τις αναπτυσσόμενες χώρες.

– Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα, οι ανεπτυγμένες χώρες προωθούν ορισμένα πολιτικά προγράμματα και θεσμούς ως «καλούς» (ή «παγκόσμιας εφαρμογής»), που θα ενισχύσουν την οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δεν συνιστώνται απλώς, αλλά συχνά επιβάλλονται κιόλας στις αναπτυσσόμενες χώρες, μέσα από: τους όρους που συνοδεύουν τη διμερή ξένη βοήθεια· τους όρους που συνοδεύουν τα δάνεια του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τους οποίους ελέγχουν οι ανεπτυγμένες χώρες· και τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και διαφόρων διμερών και περιφερειακών συμφωνιών για το εμπόριο και τις επενδύσεις, όπου οι ανεπτυγμένες χώρες υπερισχύουν. Αυτά τα «καλά» προγράμματα και οι θεσμοί έχουν ουσιαστικά στόχο να διευρύνουν όσο γίνεται την ελευθερία στην αγορά και να προστατεύσουν τα δικαιώματα της ατομικής ιδιοκτησίας κατά το μέγιστο δυνατό - προβλέποντας λόγου χάρη τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, την κατάργηση των ρυθμίσεων στις ξένες άμεσες επενδύσεις, την ιδιωτικοποίηση των κρατικών επιχειρήσεων, τη δημιουργία γραφειοκρατών κατ’ επάγγελμα, την ενίσχυση των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας, την ενεργοποίηση κατάλληλων νομικών ρυθμίσεων για τη χρεοκοπία, τη δημιουργία ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας κ.ο.κ. Οπως αναφέραμε όμως, όταν οι ανεπτυγμένες χώρες ήταν ακόμη αναπτυσσόμενες δεν εφάρμοσαν ποτέ αυτά τα «καλά» προγράμματα που συνιστούν τώρα με τόση επιμονή στις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ σπάνια διέθεταν αυτούς τους «καλούς» θεσμούς που ανάγουν σήμερα σε «προαπαιτούμενα» της οικονομικής ανάπτυξης. Παραδείγματος χάριν, μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα, οι περισσότερες από τις σημερινές πλούσιες χώρες δεν διέθεταν κεντρική τράπεζα, δεν είχαν επαγγελματίες γραφειοκράτες ή νόμο για τη χρεοκοπία. Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι πολλά από τα «καλά» προγράμματα και τους θεσμούς δεν είναι ίσως τόσο καλά, πόσω μάλλον απαραίτητα, για την οικονομική ανάπτυξη, όπως επιμένουν οι ανεπτυγμένες χώρες.

– Ας εστιάσουμε σε δύο περιπτώσεις, στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, που αποτελούν κεντρικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πώς κατάφεραν οι ίδιες να φτάσουν στην πρώτη γραμμή των οικονομικά ανεπτυγμένων χωρών;

– Στις μέρες μας, το Ηνωμένο Βασίλειο είναι γνωστό ως η χώρα που εφηύρε το ελεύθερο εμπόριο και πέτυχε χάρη σε αυτό. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι η πρώτη χώρα που πέτυχε χάρη στον προστατευτισμό. Μέχρι τον 18ο αιώνα, η Βρετανία εξήγε πρώτες ύλες, πουλούσε δηλαδή ακατέργαστο μαλλί στις Κάτω Χώρες, το κέντρο κατασκευής μάλλινων υφασμάτων, την τεχνολογικά προηγμένη ευρωπαϊκή βιομηχανία της εποχής. Οταν ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρόμπερτ Ουόλπολ ανήλθε στην εξουσία το 1721, εισήγαγε μια σειρά μεταρρυθμίσεις στην εμπορική και βιομηχανική πολιτική, αποβλέποντας στην ενίσχυση των Βρετανών κατασκευαστών, ειδικά των παραγωγών μάλλινων υφασμάτων, ενάντια στους υπερέχοντες ξένους ανταγωνιστές μέσα από δασμούς, επιδοτήσεις (κυρίως για τη συγκέντρωση ειδικευμένων αλλοδαπών εργατών) και φθηνότερες πρώτες ύλες (θέτοντας περιορισμούς στην εξαγωγή ακατέργαστου μαλλιού και χαμηλώνοντας τους δασμούς σε άλλες εισαγόμενες πρώτες ύλες). Τα πολιτικά μέτρα του Ουόλπολ ήταν εκείνα που φαίνεται να ενέπνευσαν τον Αλεξάντερ Χάμιλτον, τον πρώτο υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ, να επινοήσει τη θεωρία της «βιομηχανίας στο νηπιακό στάδιο». Τα μέτρα του Ουόλπολ συνέχισαν να ισχύουν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε η Βρετανία έγινε το διαπρεπέστερο έθνος στην κατασκευαστική βιομηχανία. Αντίστοιχοι μύθοι κυκλοφορούν σήμερα και για τον τρόπο που η Γερμανία αναπτύχθηκε οικονομικά.

«Γάμος σιδήρου-σίκαλης»

Στη λαϊκή μυθολογία, η Γερμανία θεωρείται συχνά η κατεξοχήν χώρα του προστατευτισμού. Ωστόσο, το διάστημα ανάμεσα στη γερμανική τελωνειακή ένωση (Zollverein) το 1834 και στον διάσημο «γάμο σιδήρου και σίκαλης» το 1879, οπότε ο Οτο φον Μπίσμαρκ εισήγαγε υψηλούς δασμούς για τη γεωργία και τις βαριές βιομηχανίες, η Γερμανία είχε σχετικά χαμηλούς δασμούς, πολύ χαμηλότερος απ’ ό, τι στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ κατά την αντίστοιχη περίοδο προστατευτισμού τους. Φυσικά, οι χαμηλοί δασμοί δεν σήμαιναν οπωσδήποτε ότι το γερμανικό κράτος (ή μάλλον κράτη, αφού η Γερμανία δεν ενοποιήθηκε παρά το 1871) είχε υιοθετήσει τη γραμμή της ελεύθερης αγοράς για την οικονομική ανάπτυξη. Ακόμη και την περίοδο με τους σχετικά χαμηλούς δασμούς, πολλές γερμανικές κυβερνήσεις, ιδίως η κυβέρνηση της Πρωσίας, που πρωτοστάτησε εντέλει στη διαδικασία ενοποίησης, προωθούσαν ενεργά τις βιομηχανίες σε νηπιακό στάδιο μέσα από την ίδρυση κρατικών «πρότυπων εργοστασίων», τις επιδοτήσεις και τη στήριξη της επιστημονικής εκπαίδευσης. Μετά τον «γάμο σιδήρου και σίκαλης», η Γερμανία έγινε το συνώνυμο της ενεργού κυβερνητικής παρέμβασης στην οικονομική ανάπτυξη, κομβικής για την εκθρόνιση του Ηνωμένου Βασιλείου από τη θέση του κορυφαίου βιομηχανικού έθνους παγκοσμίως.

– Η ιστορική πορεία ανάπτυξης της Γερμανίας δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τον τρόπο που το Βερολίνο, αλλά και η Ε.Ε. διαχειρίζεται το ζήτημα της ελληνικής οικονομικής κρίσης.

– Είναι σαφές ότι όταν οι Γερμανοί αλλά και οι περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. επιμένουν σε λύσεις «προσανατολισμένες στην αγορά» για την ελληνική και τις άλλες ευρωπαϊκές κρίσεις χρέους, αντιστρατεύονται τις δικές τους ιστορικές εμπειρίες που βασίστηκαν σε πολιτικές και μέτρα επιτυχημένου κρατικού παρεμβατισμού. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι Γερμανοί λησμόνησαν πως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τους έσωσε από την οικονομική καταστροφή το Σχέδιο Μάρσαλ, σύμφωνα με το οποίο οι νικητές Αμερικανοί επέτρεψαν στους συντριμμένους Γερμανούς και Ιάπωνες να οικοδομήσουν ξανά τις οικονομίες τους, παρέχοντάς τους δάνεια σε δολάρια, κάτι που τους αρνείτο η αγορά. Εάν οι ΗΠΑ είχαν συμπεριφερθεί τότε όπως συμπεριφέρεται σήμερα η Γερμανία στην Ελλάδα, συνιστώντας της να συμπιέσει προς τα κάτω τα οικονομικά της μεγέθη, το «θαύμα του Ρήνου» δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Με δεδομένο αυτό το παρελθόν, βαραίνει τους Γερμανούς να εξηγήσουν γιατί αρνούνται την εφαρμογή της ίδιας πολιτικής και στους Ελληνες, οι οποίοι όχι μόνο δεν είναι ηττημένοι σε κάποιο πόλεμο, αλλά επιπλέον ανήκουν στην ίδια συνομοσπονδία με τους ίδιους.

Διαφθορά και κρίση

– Μπορούν να παραγνωρισθούν φαινόμενα που φαίνεται να ενδημούν, όπως η διαφθορά και η κακοδιαχείριση του δημόσιου χρήματος;

Οπωσδήποτε αυτά έπαιξαν το ρόλο τους, αλλά δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα στη δημιουργία της κρίσης. Για παράδειγμα, δημοσιοποιούνται στοιχεία για την έκταση της διαφθοράς, των πελατειακών σχέσεων και της κακοδιαχείρισης στον χρηματοπιστωτικό τομέα καθώς και στο κράτος, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Μ. Βρετανία, την παραμονή της δικής τους οικονομικής κρίσης. Μέχρι η κρίση να αποκαλύψει έναν ιστό διαφθοράς και κακής διαχείρισης στον κυβερνητικό και στον εταιρικό τομέα, η Ισλανδία θεωρείτο μία από τις πιο «καθαρές» χώρες στον κόσμο. Ετσι, η αναγνώριση του ρόλου που έπαιξαν αυτά τα φαινόμενα δεν πρέπει να συσκοτίζει το πραγματικό αίτιο της τρέχουσας κρίσης, η οποία προκλήθηκε από τη χρηματοοικονομική απορρύθμιση που επέτρεψε την ανεξέλεγκτη δημιουργία αδιαφανών και ενίοτε καταστροφικών για την κοινωνία χρηματοοικονομικών προϊόντων. Τα διεθνή ΜΜΕ έχουν καταφέρει να πείσουν πολύ κόσμο ότι τα μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό πολλών χωρών πρέπει να αντιμετωπισθούν με περικοπή δαπανών στον τομέα της πρόνοιας. Στην πραγματικότητα, τα ελλείμματα είναι το αποτέλεσμα χρηματοοικονομικών υπερβάσεων στον ιδιωτικό τομέα, τα οποία οδήγησαν στην τρέχουσα οικονομική κρίση, η οποία με τη σειρά της μείωσε δραστικά τα φορολογικά έσοδα.

Η εικόνα μιας χώρας τεμπέληδων και η επιστροφή στη δραχμή

– Πώς εξηγείτε ότι τα δυτικά ΜΜΕ έχουν στοχοποιήσει την Ελλάδα, καταφέρνοντας μάλιστα να επηρεάσουν έναν ικανό αριθμό Ελλήνων δημοσιογράφων και αναλυτών;

– Φοβούμαι πως στα διεθνή μέσα ενημέρωσης η Ελλάδα απεικονίζεται ως μια χώρα τεμπέληδων που προσπάθησαν να ζήσουν πέρα και πάνω από τις δυνατότητές τους και που συνηθίζουν να διαμαρτύρονται στους δρόμους όταν τους παρεμβάλλονται προσκόμματα στην εύκολη ζωή. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ρατσιστικού» λόγου τον οποίο οι άνθρωποι στις ισχυρότερες χώρες τείνουν να χρησιμοποιούν συχνά έναντι συνανθρώπων τους στις ασθενέστερες χώρες. Προτού οι χώρες αυτές γίνουν πλούσιες, οι Ιάπωνες αποκαλούνταν τεμπέληδες από τους Αμερικανούς και τους Αυστραλούς, ενώ οι Γερμανοί χαρακτηρίζονταν ανόητοι και ανέντιμοι από τους Βρετανούς. Οι ίδιοι οι Ελληνες δεν ήταν υπεράνω μιας τέτοιας στάσης. Στα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με τους Ελληνες, οι Ευρωπαίοι που ζούσαν στα ψυχρά κλίματα διέθεταν «ζωηρή ιδιοσυγκρασία, υστερούν όμως στο πνεύμα και στην τεχνική δεξιότητα».

– Τι πιστεύετε ότι επιτάσσουν οι υφιστάμενες συνθήκες για την Ελλάδα;

– Νομίζω ότι η έξοδος από το ευρώ και η υποτίμηση του νομίσματος είναι μια σοβαρή προοπτική την οποία η ελληνική πολιτική ηγεσία οφείλει να εξετάσει. Ο κόσμος πιστεύει ότι αυτό θα σημάνει τη συντέλεια του κόσμου για τη χώρα σας, μην ξεχνάτε όμως ότι το ίδιο περίπου έπραξε και η Αργεντινή μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2001-2002.

– Εφόσον η υπερβολική εμπιστοσύνη σε προκαθορισμένα οικονομικά μοντέλα έχει αποδειχθεί επισφαλής, από ποια ιστορικά παραδείγματα πρέπει να διδαχθεί η Ελλάδα, εφόσον θέλει να αναπτύξει την εθνική της οικονομία;

– Ενα προφανές δίδαγμα για την Ελλάδα από την ιστορία της οικονομικής ανάπτυξης, είναι ότι η μονεταριστική μακροοικονομική πολιτική, με έμφαση στην προσαρμογή προς τα κάτω, η οποία επιβάλλεται στη χώρα σήμερα, δεν πρόκειται να τη βοηθήσει να υπερβεί την τρέχουσα κρίση. Σημαντικότερο δίδαγμα, όμως, είναι ότι η Αθήνα χρειάζεται να επεξεργασθεί μια εθνική στρατηγική για να αναπτύξει τις παραγωγικές της δυνατότητες, κάτι που έχουν πράξει οι περισσότερες επιτυχημένες οικονομίες, μέσα από την προστασία και την ενίσχυση νέων βιομηχανιών. Το ότι ασκούμε κριτική στο δόγμα της ελεύθερης αγοράς, στις υπερβολές της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής βιομηχανίας και στη συμπεριφορά της Ε.Ε. απέναντι στην Ελλάδα, δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει προβλήματα. Ο λόγος που η Ελλάδα απέτυχε να φτάσει το βιοτικό επίπεδο που παρατηρείται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και ο λόγος που πλήττεται τις τελευταίες δεκαετίες από αρκετές οικονομικές κρίσεις εδράζεται, τελικώς, στην αποτυχία της να αναπτύξει παραγωγικές δυνατότητες στον ίδιο βαθμό με τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Εάν δεν εφαρμόσει μια συνεκτική εθνική στρατηγική ανάπτυξης, η Ελλάδα θα υποφέρει ξανά και ξανά από τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες.

* O Γιώργος Καλπαδάκης είναι πολιτικός επιστήμονας.

http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_08/08/2010_410594

Δεν υπάρχουν σχόλια: